- στοιχειακός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στα στοιχεία από τα οποία αποτελείται κάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στοιχειακός — connected with the elements masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειακός — ή, ό / στοιχειακός, ή, όν, ΝΜΑ [στοιχείο(ν)] αυτός που αναφέρεται στα στοιχεία, δηλαδή στις πρώτες αρχές από τις οποίες αποτελείται ένα πράγμα (α. «στοιχειακό αίτιο» β. «στοιχειακὸς ὄλεθρος», Ευστ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα… … Dictionary of Greek
στοιχειακῶν — στοιχειακός connected with the elements fem gen pl στοιχειακός connected with the elements masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειακόν — στοιχειακός connected with the elements masc acc sg στοιχειακός connected with the elements neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειακαί — στοιχειακός connected with the elements fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειακοῖς — στοιχειακός connected with the elements masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειακοῦ — στοιχειακός connected with the elements masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειακῆς — στοιχειακός connected with the elements fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειακῇ — στοιχειακός connected with the elements fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχειακή — στοιχειακός connected with the elements fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)